Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sprecàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spreˈkare]

σπαταλώ

sprecarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spreˈkarsi]

σπαταλώ δική μου ενέργεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sprazzo sprecato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spranga (θηλ.ουσ)
sprangare (ρ. μτβ.)
sprangatura (θηλ.ουσ)
spray (αρσ. επίθ και ουσ)
sprazzo (ουσ αρσ )
sprecare (ρ. μτβ.)
sprecarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprecato (επίθ.)
spreco (ουσ αρσ )
sprecone (αρσ. επίθ και ουσ)
spregevole (επίθ.)
spregevolmente (επίρ.)
spregiare (ρ. μτβ.)
spregiativo (αρσ. επίθ και ουσ)
spregiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
spregio (ουσ αρσ )
spregiudicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spregiudicatamente (επίρ.)
spregiudicatezza (θηλ.ουσ)
spregiudicato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---