Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spregiudicàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spreʤudiˈkato]

άνθρωπος χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς

spregiudicàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spreʤudiˈkato]

1 αδίστακτος
2 αντικειμενικός
3 χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς
4 ανενδοίαστος
5 χωρίς προκαταλήψεις
6 αμερόληπτος
7 αδέκαστος
8 απροκατάληπτος
9 ανεπηρέαστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spregiudicatezza spremere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spregiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
spregio (ουσ αρσ )
spregiudicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spregiudicatamente (επίρ.)
spregiudicatezza (θηλ.ουσ)
spregiudicato (ουσ αρσ )
spregiudicato (επίθ.)
spremere (ρ. μτβ.)
spremiagrumi (ουσ αρσ )
spremifrutta (ουσ αρσ )
spremilimoni (ουσ αρσ )
spremitoio (ουσ αρσ )
spremitore (ουσ αρσ )
spremitore (επίθ.)
spremitura (θηλ.ουσ)
spremuta (θηλ.ουσ)
spremuto (επίθ.)
spretarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spretato (ουσ αρσ )
spretato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---