Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspremitóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spremiˈtore] 1 αυτός που συμπιέζει 2 διάταξη συμπίεσης spremitóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spremiˈtore] συμπιεστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |