Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spremitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spremiˈtore]

1 αυτός που συμπιέζει
2 διάταξη συμπίεσης

spremitóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spremiˈtore]

συμπιεστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spremitoio spremitura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spremere (ρ. μτβ.)
spremiagrumi (ουσ αρσ )
spremifrutta (ουσ αρσ )
spremilimoni (ουσ αρσ )
spremitoio (ουσ αρσ )
spremitore (ουσ αρσ )
spremitore (επίθ.)
spremitura (θηλ.ουσ)
spremuta (θηλ.ουσ)
spremuto (επίθ.)
spretarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spretato (ουσ αρσ )
spretato (επίθ.)
sprezzante (επίθ.)
sprezzantemente (επίρ.)
sprezzare (ρ. μτβ.)
sprezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sprezzatura (θηλ.ουσ)
sprezzo (ουσ αρσ )
sprigionamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---