Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sprezzatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sprettsaˈtore]

1 μώμος
2 μυκτηριστής
3 σαρκαστής
4 προπηλακιστής
5 χλευαστής
6 περιφρονητής
7 γελαστής
8 καταφρονητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sprezzare sprezzatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spretato (ουσ αρσ )
spretato (επίθ.)
sprezzante (επίθ.)
sprezzantemente (επίρ.)
sprezzare (ρ. μτβ.)
sprezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sprezzatura (θηλ.ουσ)
sprezzo (ουσ αρσ )
sprigionamento (ουσ αρσ )
sprigionare (ρ. μτβ.)
sprigionarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprimacciare (ρ. μτβ.)
sprimacciata (θηλ.ουσ)
sprint (ουσ αρσ και θηλ.)
sprintare (ρ.αμτβ.)
sprizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sprizzo (ουσ αρσ )
sprocco (ουσ αρσ )
sprofondamento (ουσ αρσ )
sprofondare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---