Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sprizzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spritˈtsare]

1 αναπηδώ
2 πιδακίζω
3 ξεχύνω προς τα πάνω
4 αναβρύζω
5 εκτινάσσω
6 αναβλύζω
7 αναβρυώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sprintare sprizzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sprigionarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprimacciare (ρ. μτβ.)
sprimacciata (θηλ.ουσ)
sprint (ουσ αρσ και θηλ.)
sprintare (ρ.αμτβ.)
sprizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sprizzo (ουσ αρσ )
sprocco (ουσ αρσ )
sprofondamento (ουσ αρσ )
sprofondare (ρ.αμτβ.)
sprofondarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprofondato (επίθ.)
sprofondo (ουσ αρσ )
sproloquiare (ρ.αμτβ.)
sproloquio (ουσ αρσ )
spromettere (ρ. μτβ.)
spronare (ρ. μτβ.)
spronata (θηλ.ουσ)
sprone (ουσ αρσ )
sproporzionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---