Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsprofondaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sprofondaˈmento] 1 βαθούλωμα 2 βουλιαγμένο τμήμα 3 γούβα 4 γούπατο 5 κατάρρευση 6 βύθιση 7 καταβύθιση 8 καταποντισμός 9 βούλιαγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |