Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sprofondaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sprofondaˈmento]

1 βαθούλωμα
2 βουλιαγμένο τμήμα
3 γούβα
4 γούπατο
5 κατάρρευση
6 βύθιση
7 καταβύθιση
8 καταποντισμός
9 βούλιαγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sprocco sprofondare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sprint (ουσ αρσ και θηλ.)
sprintare (ρ.αμτβ.)
sprizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sprizzo (ουσ αρσ )
sprocco (ουσ αρσ )
sprofondamento (ουσ αρσ )
sprofondare (ρ.αμτβ.)
sprofondarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprofondato (επίθ.)
sprofondo (ουσ αρσ )
sproloquiare (ρ.αμτβ.)
sproloquio (ουσ αρσ )
spromettere (ρ. μτβ.)
spronare (ρ. μτβ.)
spronata (θηλ.ουσ)
sprone (ουσ αρσ )
sproporzionale (επίθ.)
sproporzionalità (θηλ.ουσ)
sproporzionare (ρ. μτβ.)
sproporzionatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---