ItalianoGreco


sprolòquio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sproˈlɔkwjo]

1 παραμίλημα
2 χαζολόγημα
3 απεραντολογία
4 μωρολογία
5 ασυναρτησία
6 μπούρδα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---