Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sprolòquio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sproˈlɔkwjo]

1 παραμίλημα
2 χαζολόγημα
3 απεραντολογία
4 μωρολογία
5 ασυναρτησία
6 μπούρδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sproloquiare spromettere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sprofondare (ρ.αμτβ.)
sprofondarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprofondato (επίθ.)
sprofondo (ουσ αρσ )
sproloquiare (ρ.αμτβ.)
sproloquio (ουσ αρσ )
spromettere (ρ. μτβ.)
spronare (ρ. μτβ.)
spronata (θηλ.ουσ)
sprone (ουσ αρσ )
sproporzionale (επίθ.)
sproporzionalità (θηλ.ουσ)
sproporzionare (ρ. μτβ.)
sproporzionatamente (επίρ.)
sproporzionato (επίθ.)
sproporzione (θηλ.ουσ)
spropositare (ρ.αμτβ.)
spropositatamente (επίρ.)
spropositato (επίθ.)
sproposito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---