Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspropòsito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sproˈpɔzito] η απερισκεψία, η ανοησία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαparlare a sproposito = μιλώ απερίσκεπτα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |