Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spropòsito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sproˈpɔzito]

η απερισκεψία, η ανοησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spropositato spropriare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


parlare a sproposito = μιλώ απερίσκεπτα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sproporzionato (επίθ.)
sproporzione (θηλ.ουσ)
spropositare (ρ.αμτβ.)
spropositatamente (επίρ.)
spropositato (επίθ.)
sproposito (ουσ αρσ )
spropriare (ρ. μτβ.)
spropriazione (θηλ.ουσ)
sproprio (ουσ αρσ )
sprovincializzare (ρ. μτβ.)
sprovincializzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprovvedere (ρ. μτβ.)
sprovvedersi (ρ. μ. αμτβ.)
sprovvedutezza (θηλ.ουσ)
sprovveduto (ουσ αρσ )
sprovvisto (επίθ.)
sprue (θηλ.ουσ)
spruzzabiancheria (ουσ αρσ )
spruzzamento (ουσ αρσ )
spruzzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---