Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspruzzaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spruttsaˈmento] 1 πιτσίλισμα 2 καταιόνηση 3 καταιονισμός 4 ράντισμα 5 ψεκασμός 6 ραντισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |