Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sprovvedùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sprovveˈduto]

1 απαράσκευος
2 απροπαράσκευος
3 ατοίμαστος
4 απροετοίμαστος
5 ανέτοιμος
6 απαρασκεύαστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sprovvedutezza sprovvisto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sprovincializzare (ρ. μτβ.)
sprovincializzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprovvedere (ρ. μτβ.)
sprovvedersi (ρ. μ. αμτβ.)
sprovvedutezza (θηλ.ουσ)
sprovveduto (ουσ αρσ )
sprovvisto (επίθ.)
sprue (θηλ.ουσ)
spruzzabiancheria (ουσ αρσ )
spruzzamento (ουσ αρσ )
spruzzare (ρ. μτβ.)
spruzzata (θηλ.ουσ)
spruzzato (επίθ.)
spruzzatore (ουσ αρσ )
spruzzatura (θηλ.ουσ)
spruzzetta (θηλ.ουσ)
spruzzo (ουσ αρσ )
spruzzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spudoratamente (επίρ.)
spudoratezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---