Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sprovvedére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sprovveˈdere]

1 στερώ
2 αποστερώ

sprovvedérsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sprovveˈdersi]

1 αποστερούμαι
2 στερούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sprovincializzarsi sprovvedutezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spropriare (ρ. μτβ.)
spropriazione (θηλ.ουσ)
sproprio (ουσ αρσ )
sprovincializzare (ρ. μτβ.)
sprovincializzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprovvedere (ρ. μτβ.)
sprovvedersi (ρ. μ. αμτβ.)
sprovvedutezza (θηλ.ουσ)
sprovveduto (ουσ αρσ )
sprovvisto (επίθ.)
sprue (θηλ.ουσ)
spruzzabiancheria (ουσ αρσ )
spruzzamento (ουσ αρσ )
spruzzare (ρ. μτβ.)
spruzzata (θηλ.ουσ)
spruzzato (επίθ.)
spruzzatore (ουσ αρσ )
spruzzatura (θηλ.ουσ)
spruzzetta (θηλ.ουσ)
spruzzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---