Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spròprio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsprɔprjo]

1 έξωση
2 απαλλοτρίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spropriazione sprovincializzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spropositatamente (επίρ.)
spropositato (επίθ.)
sproposito (ουσ αρσ )
spropriare (ρ. μτβ.)
spropriazione (θηλ.ουσ)
sproprio (ουσ αρσ )
sprovincializzare (ρ. μτβ.)
sprovincializzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprovvedere (ρ. μτβ.)
sprovvedersi (ρ. μ. αμτβ.)
sprovvedutezza (θηλ.ουσ)
sprovveduto (ουσ αρσ )
sprovvisto (επίθ.)
sprue (θηλ.ουσ)
spruzzabiancheria (ουσ αρσ )
spruzzamento (ουσ αρσ )
spruzzare (ρ. μτβ.)
spruzzata (θηλ.ουσ)
spruzzato (επίθ.)
spruzzatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---