Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spruzzatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spruttsaˈtore]

1 σύστημα ψεκασμού
2 ψεκαστήρας
3 εξατμιστήρας
4 ραντιστήρι
5 αυτός που ψεκάζει
6 αυτός που ραντίζει
7 ψεκαστής
8 ραντιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spruzzato spruzzatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spruzzabiancheria (ουσ αρσ )
spruzzamento (ουσ αρσ )
spruzzare (ρ. μτβ.)
spruzzata (θηλ.ουσ)
spruzzato (επίθ.)
spruzzatore (ουσ αρσ )
spruzzatura (θηλ.ουσ)
spruzzetta (θηλ.ουσ)
spruzzo (ουσ αρσ )
spruzzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spudoratamente (επίρ.)
spudoratezza (θηλ.ουσ)
spudorato (ουσ αρσ )
spudorato (επίθ.)
spugna (θηλ.ουσ)
spugnare (ρ. μτβ.)
spugnata (θηλ.ουσ)
spugnatura (θηλ.ουσ)
spugnola (θηλ.ουσ)
spugnolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---