Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spugnàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spuɲˈɲata]

1 σφούγγισμα
2 σφουγγάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spugnare spugnatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spudoratezza (θηλ.ουσ)
spudorato (ουσ αρσ )
spudorato (επίθ.)
spugna (θηλ.ουσ)
spugnare (ρ. μτβ.)
spugnata (θηλ.ουσ)
spugnatura (θηλ.ουσ)
spugnola (θηλ.ουσ)
spugnolo (ουσ αρσ )
spugnosità (θηλ.ουσ)
spugnoso (επίθ.)
spulare (ρ. μτβ.)
spulatura (θηλ.ουσ)
spulciare (ρ. μτβ.)
spulciatura (θηλ.ουσ)
spuma (θηλ.ουσ)
spumante (ουσ αρσ )
spumante (επίθ.)
spumare (ρ.αμτβ.)
spumeggiante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---