Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspùma
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈspuma] 1 κρέμα μους 2 αφρώδες ποτό 3 αφρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |