Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spumànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spuˈmante]

η σαμπάνια, το σπουμάντε

spumànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spuˈmante]

1 σαμπανιζέ
2 ο γεμάτος αφρούς
3 αφρώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spuma spumare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spulare (ρ. μτβ.)
spulatura (θηλ.ουσ)
spulciare (ρ. μτβ.)
spulciatura (θηλ.ουσ)
spuma (θηλ.ουσ)
spumante (ουσ αρσ )
spumante (επίθ.)
spumare (ρ.αμτβ.)
spumeggiante (επίθ.)
spumeggiare (ρ.αμτβ.)
spumone (ουσ αρσ )
spumosità (θηλ.ουσ)
spumoso (επίθ.)
spunta (θηλ.ουσ)
spuntare (ρ.αμτβ.)
spuntare (ρ. μτβ.)
spuntarsi (ρ.μ. (αντων.))
spuntata (θηλ.ουσ)
spuntato (επίθ.)
spuntatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---