Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspumóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spuˈmone] 1 μαρέγκα 2 παγωτό spumone (ιταλικό είδος σαν το καὶμάκι) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |