Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspuntatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [spuntaˈtura] 1 στρογγύλεμα των άκρων 2 καρέ μοσχαριού 3 κόντρα φιλέτο βοδινού 4 ψαλίδισμα 5 άκρο που έχει κοπεί (μετάλλου ή υφάσματος κλπ) 6 κοψίδι 7 απόκομμα 8 φιλέτο μοσχαριού 9 ευπρεπισμός 10 κλάδεμα 11 κόψιμο 12 περιποίηση (μαλλιών ή τριχών κλπ) 13 ξακρίδι 14 κόψιμο άκρων 15 ξάκρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |