Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spuntóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spunˈtone]

1 κοντό δόρυ πεζικάριου (παλιό)
2 απότομη προεξοχή βράχου (ορειβασία)
3 ακίδα
4 ράβδος με μυτερή σιδερένια άκρη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spuntonata spunzecchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spuntellare (ρ. μτβ.)
spunterbo (ουσ αρσ )
spuntino (ουσ αρσ )
spunto (ουσ αρσ )
spuntonata (θηλ.ουσ)
spuntone (ουσ αρσ )
spunzecchiare (ρ. μτβ.)
spurgare (ρ. μτβ.)
spurgarsi (ρ.μ. (αντων.))
spurgo (ουσ αρσ )
spurio (επίθ.)
sputacchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sputacchiera (θηλ.ουσ)
sputacchio (ουσ αρσ )
sputapepe (ουσ αρσ και θηλ.)
sputare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sputasenno (ουσ αρσ και θηλ.)
sputasentenze (ουσ αρσ και θηλ.)
sputo (ουσ αρσ )
sputtanare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---