Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspùrgo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspurgo] 1 απόχρεμψη 2 απόχρεμμα 3 απόπτυση 4 φτύσιμο 5 πτύελο 6 ροχάλα 7 φλέγμα 8 αγνισμός 9 εξαγνισμός 10 καθάρισμα 11 κάθαρση 12 εκδίωξη 13 εκκένωση 14 εκκαθάριση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |