Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsputàcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spuˈtakkjo] 1 ροχάλα 2 πτύελο 3 φλέγμα 4 απόχρεμψη 5 φτύσιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |