Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


squadrìglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skwaˈdriʎʎa]

1 μοίρα αεροπορική
2 μοίρα ναυτική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  squadratura squadrismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

squadra (θηλ.ουσ)
squadrare (ρ. μτβ.)
squadrato (επίθ.)
squadratore (ουσ αρσ )
squadratura (θηλ.ουσ)
squadriglia (θηλ.ουσ)
squadrismo (ουσ αρσ )
squadrista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
squadro (ουσ αρσ )
squadrone (ουσ αρσ )
squagliamento (ουσ αρσ )
squagliare (ρ. μτβ.)
squagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
squalifica (θηλ.ουσ)
squalificare (ρ. μτβ.)
squalificarsi (ρ.μ. (αντων.))
squalificato (αρσ. επίθ και ουσ)
squalificazione (θηλ.ουσ)
squallidezza (θηλ.ουσ)
squallido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---