Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsqualificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skwalifiˈkare] απορρίπτω squalificarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [skwalifiˈkarsi] 1 αποκλείομαι (από περαιτέρω αγώνες) 2 καταρρακώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |