Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


squalificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skwalifiˈkare]

απορρίπτω

squalificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skwalifiˈkarsi]

1 αποκλείομαι (από περαιτέρω αγώνες)
2 καταρρακώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  squalifica squalificato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

squadrone (ουσ αρσ )
squagliamento (ουσ αρσ )
squagliare (ρ. μτβ.)
squagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
squalifica (θηλ.ουσ)
squalificare (ρ. μτβ.)
squalificarsi (ρ.μ. (αντων.))
squalificato (αρσ. επίθ και ουσ)
squalificazione (θηλ.ουσ)
squallidezza (θηλ.ουσ)
squallido (επίθ.)
squallore (ουσ αρσ )
squalo (ουσ αρσ )
squama (θηλ.ουσ)
squamare (ρ. μτβ.)
squamato (ουσ αρσ )
squamatura (θηλ.ουσ)
squamiforme (επίθ.)
squamoso (αρσ. επίθ και ουσ)
squarciamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---