Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsquamóso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [skwaˈmoso], [skwaˈmozo] 1 λεπιδοειδής 2 πλακώδης 3 λεπιδώδης 4 λεπιδωτός 5 φολιδωτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |