squartaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skwartaˈmento]
1 κερματισμός
2 κομμάτιασμα
3 τεμάχισμα
4 κατακερματισμός
5 κόψιμο στα τέσσερα
6 τεμαχισμός
7 διαμελισμός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skwartaˈmento]
1 κερματισμός
2 κομμάτιασμα
3 τεμάχισμα
4 κατακερματισμός
5 κόψιμο στα τέσσερα
6 τεμαχισμός
7 διαμελισμός
permalink
squartamento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android