Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsquilibràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skwiliˈbrare] 1 εκτρέπω από τον στόχο 2 φέρνω σε αμηχανία κάποιον 3 βγάζω κάποιον εκτός ισορροπίας 4 αποπροσανατολίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |