Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsquittìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skwitˈtio] 1 σκούξιμο 2 στρίγκλισμα 3 στριγκλιά 4 ξεφωνητό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |