Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sragionàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zraʤoˈnare]

1 κάνω ότι μου κατέβει
2 κάνω ότι μου καπνίσει
3 λέω κάτι παράλογο
4 τον λαδά τον σκοτώνω μα λάδι δεν τρώγω
5 μιλώ ασυνάρτητα
6 φέρομαι παράλογα
7 παραλογίζομαι
8 κάνω κάτι παράλογο
9 κάνω του κεφαλιού μου
10 κάνω τα δικά μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sragionamento sragionevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sradicare (ρ. μτβ.)
sradicato (ουσ αρσ )
sradicato (επίθ.)
sradicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sragionamento (ουσ αρσ )
sragionare (ρ.αμτβ.)
sragionevole (επίθ.)
sregolatamente (επίρ.)
sregolatezza (θηλ.ουσ)
sregolato (επίθ.)
srotolare (ρ. μτβ.)
srotolarsi (ρ.μ. (αντων.))
srotolatore (ουσ αρσ )
stabaccare (ρ.αμτβ.)
stabbiare (ρ.αμτβ.)
stabbiare (ρ. μτβ.)
stabbiatura (θηλ.ουσ)
stabbio (ουσ αρσ )
stabbiolo (ουσ αρσ )
stabile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---