Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstabbiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [stabˈbjare] διπλώνομαι για να βάλω λίπασμα stabbiàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [stabˈbjare] 1 λιπαίνω έδαφος με λιπάσματα 2 λιπαίνω με κοπριά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |