Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stabilìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [stabiˈlire]

εγκατασταίνω, σταθεροποιώ

stabilirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [stabiˈlirsi]

σταθεροποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stabilimento stabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stabbio (ουσ αρσ )
stabbiolo (ουσ αρσ )
stabile (ουσ αρσ )
stabile (επίθ.)
stabilimento (ουσ αρσ )
stabilire (ρ. μτβ.)
stabilirsi (ρ.μ. (αντων.))
stabilità (θηλ.ουσ)
stabilito (αρσ. επίθ και ουσ)
stabilitura (θηλ.ουσ)
stabilizzare (ρ. μτβ.)
stabilizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
stabilizzato (αρσ. επίθ και ουσ)
stabilizzatore (ουσ αρσ )
stabilizzatore (επίθ.)
stabilizzazione (θηλ.ουσ)
stabilmente (επίρ.)
stabulare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stabulario (ουσ αρσ )
stabulazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---