Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstàbile
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstabile] 1 θέατρο ρεπερτορίου 2 θίασος ρεπερτορίου 3 κτίριο 4 κατοικία stàbile επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈstabile] 1 (invariato) σταθερός (-ή, -ό) 2 (solido) στερεός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |