Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstabilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stabiliˈta] 1 εμμονή 2 στερεότητα 3 το ανεξίτηλο (χρωμάτων υφάσματος) 4 σταθερότητα 5 ευστάθεια 6 αποφασιστικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |