Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstabiliménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stabiliˈmento] η εγκατάσταση, το εργοστάσιο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαstabilimento [αρσ.] balneare = οι θερινές εγκαταστάσεις [f.] || stabilimento [αρσ.] industriale = η βιομιχανική εγκατάσταση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |