Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stabiliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stabiliˈmento]

η εγκατάσταση, το εργοστάσιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stabile stabilire  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


stabilimento [αρσ.] balneare = οι θερινές εγκαταστάσεις [f.] || stabilimento [αρσ.] industriale = η βιομιχανική εγκατάσταση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stabbiatura (θηλ.ουσ)
stabbio (ουσ αρσ )
stabbiolo (ουσ αρσ )
stabile (ουσ αρσ )
stabile (επίθ.)
stabilimento (ουσ αρσ )
stabilire (ρ. μτβ.)
stabilirsi (ρ.μ. (αντων.))
stabilità (θηλ.ουσ)
stabilito (αρσ. επίθ και ουσ)
stabilitura (θηλ.ουσ)
stabilizzare (ρ. μτβ.)
stabilizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
stabilizzato (αρσ. επίθ και ουσ)
stabilizzatore (ουσ αρσ )
stabilizzatore (επίθ.)
stabilizzazione (θηλ.ουσ)
stabilmente (επίρ.)
stabulare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stabulario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---