Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstàbbio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstabbjo] 1 χοιροτροφείο 2 κοπριά 3 κόπρος ζώου 4 στάνη 5 αχούρι 6 χοιροστάσιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |