Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstabaccàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [stabakˈkare] 1 είμαι καπνιστής που ρουφώ από τα ρουθούνια καπνό 2 ρουφώ από τα ρουθούνια καπνό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |