Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sregolatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zregolaˈtettsa]

1 αποκοτιά
2 κραιπάλη
3 απερισκεψία
4 απροσεξία
5 αψηφισιά
6 αλλοφροσύνη
7 ακολασία
8 εξωφρενισμός
9 παραλήρημα
10 φρενίτιδα
11 αδιαφορία σε κινδύνους
12 έλλειψη εγκράτειας
13 ακολασία
14 ακράτεια
15 έλλειψη ή υπέρβαση μέτρου
16 υπερβολή
17 κατάχρηση
18 πολυποσία
19 παραλυσία
20 ασωτία
21 αλκοολίκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sregolatamente sregolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sradicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sragionamento (ουσ αρσ )
sragionare (ρ.αμτβ.)
sragionevole (επίθ.)
sregolatamente (επίρ.)
sregolatezza (θηλ.ουσ)
sregolato (επίθ.)
srotolare (ρ. μτβ.)
srotolarsi (ρ.μ. (αντων.))
srotolatore (ουσ αρσ )
stabaccare (ρ.αμτβ.)
stabbiare (ρ.αμτβ.)
stabbiare (ρ. μτβ.)
stabbiatura (θηλ.ουσ)
stabbio (ουσ αρσ )
stabbiolo (ουσ αρσ )
stabile (ουσ αρσ )
stabile (επίθ.)
stabilimento (ουσ αρσ )
stabilire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---