Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsradicatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [zradikaˈtore] 1 εξολοθρευτής 2 εκριζωτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |