Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsradicaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zradikaˈmento] 1 εξόντωση 2 εξάλειψη 3 εκπατρισμός με τη βία 4 εξολόθρευση 5 εκρίζωση 6 ξερίζωμα 7 βίαιη απόσπαση των ριζών 8 ξεριζωμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |