Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


squisitaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [skwizitaˈmente]

1 κομψά
2 με χάρη
3 νόστιμα
4 καλοκαμωμένα
5 έκτακτα
6 εκλεκτικά
7 εύγευστα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  squinternato squisitezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

squillante (επίθ.)
squillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
squillo (ουσ αρσ και θηλ.)
squinternare (ρ. μτβ.)
squinternato (επίθ.)
squisitamente (επίρ.)
squisitezza (θηλ.ουσ)
squisito (επίθ.)
squittio (ουσ αρσ )
squittire (ρ.αμτβ.)
sradicamento (ουσ αρσ )
sradicare (ρ. μτβ.)
sradicato (ουσ αρσ )
sradicato (επίθ.)
sradicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sragionamento (ουσ αρσ )
sragionare (ρ.αμτβ.)
sragionevole (επίθ.)
sregolatamente (επίρ.)
sregolatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---