ItalianoGreco


squinternàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skwinterˈnato]

1 ιδιόρρυθμος
2 εκκεντρικός
3 παλαβός
4 τρελός
5 ατακτοποίητος
6 ανάστατος
7 ταραγμένος
8 ακατάστατος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---