Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


squìlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskwilla]

1 καμπάνισμα
2 καμπανάκι
3 κουδούνα
4 καμπάνες εσπερινού
5 κουδούνισμα
6 καμπανίτσα
7 κοκότα
8 πόρνη εργαζόμενη με τηλέφωνο (κολ γκερλ)
9 κολ γκερλ
10 καμπανούλα
11 γαστερόποδο γένους squilla (είδος γαρίδας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  squilibrio squillante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

squattrinato (επίθ.)
squilibrare (ρ. μτβ.)
squilibrato (ουσ αρσ )
squilibrato (επίθ.)
squilibrio (ουσ αρσ )
squilla (θηλ.ουσ)
squillante (επίθ.)
squillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
squillo (ουσ αρσ και θηλ.)
squinternare (ρ. μτβ.)
squinternato (επίθ.)
squisitamente (επίρ.)
squisitezza (θηλ.ουσ)
squisito (επίθ.)
squittio (ουσ αρσ )
squittire (ρ.αμτβ.)
sradicamento (ουσ αρσ )
sradicare (ρ. μτβ.)
sradicato (ουσ αρσ )
sradicato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---