Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


squilibràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skwiliˈbrato]

ο ανισόρροπτος (-η)

squilibràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skwiliˈbrato]

ανισόρροπτος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  squilibrare squilibrio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

squattrinare (ρ. μτβ.)
squattrinarsi (ρ.μ. (αντων.))
squattrinato (ουσ αρσ )
squattrinato (επίθ.)
squilibrare (ρ. μτβ.)
squilibrato (ουσ αρσ )
squilibrato (επίθ.)
squilibrio (ουσ αρσ )
squilla (θηλ.ουσ)
squillante (επίθ.)
squillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
squillo (ουσ αρσ και θηλ.)
squinternare (ρ. μτβ.)
squinternato (επίθ.)
squisitamente (επίρ.)
squisitezza (θηλ.ουσ)
squisito (επίθ.)
squittio (ουσ αρσ )
squittire (ρ.αμτβ.)
sradicamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---