Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsquattrinàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skwattriˈnare] αφήνω κάποιον αδέκαρο squattrinarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [skwattriˈnarsi] 1 μένω πανί με πανί 2 μένω αδέκαρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |