Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


squàsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskwasso]

1 ανατίναξη
2 συντάραξη
3 ταρακούνημα
4 δόνηση
5 τράνταγμα
6 συγκλονισμός
7 κραδασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  squassare squattrinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

squartatore (αρσ. επίθ και ουσ)
squartatura (θηλ.ουσ)
squarto (ουσ αρσ )
squassamento (ουσ αρσ )
squassare (ρ. μτβ.)
squasso (ουσ αρσ )
squattrinare (ρ. μτβ.)
squattrinarsi (ρ.μ. (αντων.))
squattrinato (ουσ αρσ )
squattrinato (επίθ.)
squilibrare (ρ. μτβ.)
squilibrato (ουσ αρσ )
squilibrato (επίθ.)
squilibrio (ουσ αρσ )
squilla (θηλ.ουσ)
squillante (επίθ.)
squillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
squillo (ουσ αρσ και θηλ.)
squinternare (ρ. μτβ.)
squinternato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---