Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsquàrto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskwarto] 1 κερματισμός 2 κομμάτιασμα 3 τεμάχισμα 4 κατακερματισμός 5 κόψιμο στα τέσσερα 6 τεμαχισμός 7 διαμελισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |