squattrinàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skwattriˈnato]
1 πανί με πανί
2 τσέτουλος
3 αδέκαρος άνθρωπος
4 αναπαραδιάρης
squattrinàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skwattriˈnato]
1 ρέστος
2 μπατίρης
3 χρεοκοπημένος
4 άψιλος
5 άφραγκος
6 αδέκαρος
7 μπατιρημένος
8 απένταρος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skwattriˈnato]
1 πανί με πανί
2 τσέτουλος
3 αδέκαρος άνθρωπος
4 αναπαραδιάρης
squattrinàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skwattriˈnato]
1 ρέστος
2 μπατίρης
3 χρεοκοπημένος
4 άψιλος
5 άφραγκος
6 αδέκαρος
7 μπατιρημένος
8 απένταρος
permalink
squattrinato (ουσ αρσ )
squattrinato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android