Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


squattrinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skwattriˈnato]

1 πανί με πανί
2 τσέτουλος
3 αδέκαρος άνθρωπος
4 αναπαραδιάρης

squattrinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skwattriˈnato]

1 ρέστος
2 μπατίρης
3 χρεοκοπημένος
4 άψιλος
5 άφραγκος
6 αδέκαρος
7 μπατιρημένος
8 απένταρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  squattrinarsi squilibrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

squassamento (ουσ αρσ )
squassare (ρ. μτβ.)
squasso (ουσ αρσ )
squattrinare (ρ. μτβ.)
squattrinarsi (ρ.μ. (αντων.))
squattrinato (ουσ αρσ )
squattrinato (επίθ.)
squilibrare (ρ. μτβ.)
squilibrato (ουσ αρσ )
squilibrato (επίθ.)
squilibrio (ουσ αρσ )
squilla (θηλ.ουσ)
squillante (επίθ.)
squillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
squillo (ουσ αρσ και θηλ.)
squinternare (ρ. μτβ.)
squinternato (επίθ.)
squisitamente (επίρ.)
squisitezza (θηλ.ουσ)
squisito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---