Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsquillànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skwilˈlante] 1 οξύς 2 εκκωφαντικός 3 διάτορος 4 διαπεραστικός 5 τσιριχτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |