Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


squillànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skwilˈlante]

1 οξύς
2 εκκωφαντικός
3 διάτορος
4 διαπεραστικός
5 τσιριχτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  squilla squillare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

squilibrare (ρ. μτβ.)
squilibrato (ουσ αρσ )
squilibrato (επίθ.)
squilibrio (ουσ αρσ )
squilla (θηλ.ουσ)
squillante (επίθ.)
squillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
squillo (ουσ αρσ και θηλ.)
squinternare (ρ. μτβ.)
squinternato (επίθ.)
squisitamente (επίρ.)
squisitezza (θηλ.ουσ)
squisito (επίθ.)
squittio (ουσ αρσ )
squittire (ρ.αμτβ.)
sradicamento (ουσ αρσ )
sradicare (ρ. μτβ.)
sradicato (ουσ αρσ )
sradicato (επίθ.)
sradicatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---