Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sragionévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zraʤoˈnevole]

1 εξωλογικός
2 άτοπος
3 εξωφρενικός
4 παράλογος
5 παραλογικός
6 άλογος
7 ακαταλόγιστος
8 ασυνάρτητος
9 ασυνεπής
10 ασύνδετος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sragionare sregolatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sradicato (ουσ αρσ )
sradicato (επίθ.)
sradicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sragionamento (ουσ αρσ )
sragionare (ρ.αμτβ.)
sragionevole (επίθ.)
sregolatamente (επίρ.)
sregolatezza (θηλ.ουσ)
sregolato (επίθ.)
srotolare (ρ. μτβ.)
srotolarsi (ρ.μ. (αντων.))
srotolatore (ουσ αρσ )
stabaccare (ρ.αμτβ.)
stabbiare (ρ.αμτβ.)
stabbiare (ρ. μτβ.)
stabbiatura (θηλ.ουσ)
stabbio (ουσ αρσ )
stabbiolo (ουσ αρσ )
stabile (ουσ αρσ )
stabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---