Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


squarciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skwarˈʧare]

1 κουρελιάζω
2 ξεσκίζω
3 καταξεσχίζω
4 ξεσχίζω
5 σχίζω
6 σκίζω
7 καταρρακώνω
8 διαρρηγνύω

squarciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skwarˈʧarsi]

1 σχίζομαι
2 κρεπάρω
3 κουρελιάζομαι
4 σκίζομαι
5 διαχωρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  squarciamento squarciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

squamato (ουσ αρσ )
squamatura (θηλ.ουσ)
squamiforme (επίθ.)
squamoso (αρσ. επίθ και ουσ)
squarciamento (ουσ αρσ )
squarciare (ρ. μτβ.)
squarciarsi (ρ.μ. (αντων.))
squarciatura (θηλ.ουσ)
squarcio (ουσ αρσ )
squartamento (ουσ αρσ )
squartare (ρ. μτβ.)
squartatoio (ουσ αρσ )
squartatore (αρσ. επίθ και ουσ)
squartatura (θηλ.ουσ)
squarto (ουσ αρσ )
squassamento (ουσ αρσ )
squassare (ρ. μτβ.)
squasso (ουσ αρσ )
squattrinare (ρ. μτβ.)
squattrinarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---