Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


squamatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skwamaˈtura]

1 φολίδωση
2 λεπίδωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  squamato squamiforme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

squallore (ουσ αρσ )
squalo (ουσ αρσ )
squama (θηλ.ουσ)
squamare (ρ. μτβ.)
squamato (ουσ αρσ )
squamatura (θηλ.ουσ)
squamiforme (επίθ.)
squamoso (αρσ. επίθ και ουσ)
squarciamento (ουσ αρσ )
squarciare (ρ. μτβ.)
squarciarsi (ρ.μ. (αντων.))
squarciatura (θηλ.ουσ)
squarcio (ουσ αρσ )
squartamento (ουσ αρσ )
squartare (ρ. μτβ.)
squartatoio (ουσ αρσ )
squartatore (αρσ. επίθ και ουσ)
squartatura (θηλ.ουσ)
squarto (ουσ αρσ )
squassamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---